Δεν μπορούσε να σηκώσει ούτε το κεφάλι του, ούτε το κεφάλι του. Νυχθημερόν βολιδοσκοπούσε την πιθανότητα ευρηματικών ατυχημάτων, τοποθετημένων εντός κύβων αδαμαντοκοπημένων. Η βάναυση επιβουλή των θεόρατων πελμάτων που είχαν ναυαγήσει φοβούμενα την θανατηφόρο τους σμίκρυνση, τον στενοχώρησε ιδιοτελώς. Δίνη ιώδους κόνεως με ανταύγειες διαθεσιμότητας εφόρμησε στον πάνω δεξιό γομφίο του με διφορούμενες προοπτικές με αποτέλεσμα εκείνος να νυστάξει προσοδοφόρα. Τελικά προτίμησε ένα διχαλωτό νεύρο, με στήμονες και άπνοα στίγματα. Ήταν μερικώς άνθρωπος, ένα αρχαιοτυπικό λείψανο ενός αρθρωτού πόθου. Απενδύθηκε την ημι-ανθρωπινότητα του και κραύγασε σαν γιγάντια ώρκη.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Εις τας Συρακούσας πανταχόθεν» του William Friedrich, μτφρ. Γ. Γεωργιωδιανός, Εκδ. Life-Engine, Φίλιπποι, 2009.
Friday, October 23, 2009
Subscribe to:
Posts (Atom)